- αποσυντίθεμαι
- αποσυντίθεμαι, αποσυντέθηκα βλ. πίν. 138
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Πυθώ — οῡς, ἡ, Α 1. η χώρα όπου βρίσκεται η πόλη τών Δελφών 2. οι Δελφοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπωνύμιο άγνωστης ετυμολ. Οι Αρχαίοι είχαν συνδέσει τη λ. με το ρ. πύθομαι «σαπίζω, αποσυντίθεμαι», λόγω τής αποσύνθεσης τού ερπετού που είχε σκοτώσει εκεί ο Απόλλων. Η… … Dictionary of Greek
διαχέω — (ΑΝ) και διαχύνω (ΜΝ) χύνω σε διάφορες κατευθύνσεις, διασκορπίζω αρχ. μσν. είμαι έκλυτος, ακόλαστος μσν. καταπατώ συμφωνία αρχ. 1. διαμελίζω 2. διασκορπίζω 3. λειώνω, ρευστοποιώ 4. συγχέω, αναστατώνω 5. παθ. χύνομαι από ένα δοχείο σε άλλο 6.… … Dictionary of Greek
καταρρέω — (AM καταρρέω) 1. κατακρημνίζομαι, γκρεμίζομαι, σωριάζομαι κάτω (α. «κατέρρευσε η στέγη τού σπιτιού» β. «καραρρυῆναι δὲ τῷ ἱερῷ τὸν ὄροφον τεκμαίροιτο ἄν τις ὑπὸ τοῡ χρόνου», Παυσ.) 2. αφανίζομαι (α. «τής νεότητας μου ρεύμα, διατί δεν καταρρέεις… … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek
ξινίζω — [ξινός] 1. (ιδίως για εδώδιμα και για κρασί) καθιστώ κάτι ξινό, προσδίδω σε κάτι ξινή γεύση, αλλοιώνω (α. «η ζέστη ξινίζει τα φαγητά» β. «το σάπιο βαρέλι μού ξίνισε το κρασί») 2. αποκτώ ξινή γεύση ως αποτέλεσμα τής αλλοίωσης που υφίσταμαι,… … Dictionary of Greek
σήπομαι — ΝΜΑ, και σέπομαι Ν, και ενεργ. σήπω Α αποσυντίθεμαι, φθείρομαι από αποσύνθεση, σαπίζω αρχ. 1. ενεργ. σήπω α) προξενώ σήψη, επιφέρω αποσύνθεση («... ἔχιδν ἔφυ σήπειν θιγοῡσ ὅμαυλον οὐ δεδηγμένον», Αισχύλ.) β) φθείρω, καταστρέφω («αἱ ἡσυχίαι… … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
τουμπανιάζω — Ν [τούμπανο] 1. πρήζομαι, φουσκώνω και γίνομαι σαν τούμπανο 2. πεθαίνω και αποσυντίθεμαι 3. (μτβ.) δέρνω αλύπητα κάποιον ώστε να πρηστεί. Ν βλ. τυμπανίζω … Dictionary of Greek
ψαφαρούμαι — όομαι, Α [ψαφαρός] αποσυντίθεμαι, διαλύομαι … Dictionary of Greek